19 Αυγούστου 2009

Διαδρομή Baracoa- Santiago με προορισμό Bayamo 7/8/2009


Έχουμε ήδη αποχαιρετήσει την γλυκύτατη Señora Matilda και τον σύζυγο της, έχοντας ανταλλάξει διευθύνσεις και έχοντας βγάλει τις απαραίτητες φωτογραφίες και έχουμε μπει στο ταξί, που θα μας μεταφέρει στο Santiago, γιατί το δρομολόγιο των Viazul δεν μας βολεύει για να προφτάσουμε το λεωφορείο για το Bayamo της Granma. Το ξέρετε ότι τον εθνικό ύμνο της Κούβας τον λένε Bayamesa? Στο Bayamo υπάρχει και πλατεία που λέγεται Plaza de Hymno Nacional.

Α! Ξέχασα. Άκουσον άκουσον!! Εχθές που ήμασταν στην Playa Maguana, ο Κουβανός που μας πήγε από κει που μας άφησε το λεωφορείο μέχρι την παραλία, ήρθε κάποια στιγμή και μας έκανε πλάκα. Μου κλείνει το μάτι δείχνοντάς μου την Χρυσάνθη και λέει του Γιώργου: Έλα πάμε μια βόλτα στην παραλία, εδώ έχει ωραίες chicas. Τον αφήνεις; Ρωτά την Χρυσάνθη. Εκείνη του απαντάει ότι δεν είναι σκύλος για να πάρει άδεια, έχοντας το γνωστό ύφος, ότι αν έρθει θα του φάω το μάτι. Τότε εγώ του είπα να πάρει τον Βαγγέλη καλύτερα, που εγώ τον αφήνω και ξέρετε τι απάντησε; Κρατηθείτε! Όχι τον Βαγγέλη, αυτός είναι πολύ tranquilo (ήσυχος) , τον Γιώργο θέλει που τον κατάλαβε, ότι είναι zorro. Ξέρετε τι θα πει zorro; Αλεπού! Πονηρή προφανώς εννοούσε. Ποιος ξέρει, μπορεί να έφταιγαν τα pepehe!!!
Τώρα είμαστε πάνω στις πολλές στροφές και για να μην μου βγει η ομελέτα πάνω στο ημερολόγιο, Hasta pronto!! (τα λέμε σύντομα)
……

Φτάσαμε Santiago. Φύγαμε με το ταξί στις 9.00 πμ. και φτάσαμε στις 1.00 μμ. εύκολα και ξεκούραστα. Όσο περιμέναμε στο σταθμό το λεωφορείο, πιάσαμε κουβέντα με ένα παλικάρι που έχει ταξί ποδήλατο. Είναι 40 χρονών έχει 2 παιδιά μεγάλα, περίπου 12 και 15 χρονών. Έτσι τα υπολόγισε ο Βαγγέλης με το ύψος που του έδειξε. Το ποδήλατο είναι η δεύτερη δουλειά του. Βασικά αυτό το χρόνο δουλεύει μόνο ποδήλατο. Πρώτα δούλευε σε εργοστάσιο κατασκευής επίπλων, αλλά αυτό το χρόνο το εργοστάσιο είναι κλειστό, γιατί η πελατεία του ήταν κυρίως Ευρωπαίοι και τώρα αυτοί δεν αγοράζουν. Ελπίζει ότι του χρόνου η οικονομία θα είναι καλύτερα και έτσι θα ξανανοίξει το εργοστάσιο για να δουλέψει ξανά εκεί. Αυτή τη στιγμή στο Santiago είναι πολλά εργοστάσια κλειστά, γι’ αυτό το λόγο, δηλ. λόγω της κρίσης.

Και το άλλο παλικάρι που ήταν μαζί, είναι η δεύτερη δουλειά του. Εκείνος είναι γυμναστής, αλλά προφανώς τώρα που τα σχολεία είναι κλειστά, δουλεύει ποδήλατο. Πλούσιοι Κουβανοί υπάρχουν. Είναι αυτοί που έχουν αυτοκίνητο ή μηχανάκι και αυτοί που ζουν, είτε σε άλλη χώρα ή έχουν συγγενή σε άλλη χώρα. Αυτός δεν έχει κανένα και έτσι είναι φτωχός. Η δουλειά του, του δίνει μόνο το φαγητό. Το δελτίο των τροφίμων φτάνει μόνο για 5 ημέρες ( η Señora Matilda είπε 8). Κάθε τόσο έλεγε asi es la vida(έτσι είναι η ζωή) ή un poco a poco vivimos( λίγο από δω, λίγο από κει, ζούμε). Αυτό που σου έκανε εντύπωση ήταν ότι αυτά, δεν τα έλεγε με αγανάκτηση, ούτε με πικρία, αλλά με πολύ υπομονή για κάτι καλύτερο. Επίσης και το ότι ενώ με το ταξί ποδήλατο, μάλλον έβγαζε περισσότερα, εκείνος έλπιζε να ξανανοίξει το εργοστάσιο, να πάει για δουλειά.
Η χώρα μας, είπε, έχει 4 νομίσματα. Euro, dolar, pesos nacional & pesos convertible, αλλά μόνο τα 2 (nacional & convertible) κυκλοφορούν μέσα στην χώρα. Τα άλλα 2 υπάρχουν μόνο στις τράπεζες. Στο Bayamo που θα πάμε έχει καρναβάλι. Μας το είπε και η Señora Matilda, όπως επίσης και να κρατάμε σφιχτά τα πράγματά μας.
…………………………

5.15 μμ. Φτάνουμε τελικά στο Bayamo. Στον σταθμό μας περιμένει με τα ονόματά μας, ένας συμπαθέστατος κύριος, negro, ο οποίος έχει ταξί ποδήλατο, για να μας πάει στο σπίτι που έχουμε νοικιάσει. Εκεί μας περιμένει 1 κοριτσάκι, το οποίο φαίνεται ότι δουλεύει εκεί. Και όπως μας εξηγεί, ο κύριος του σπιτιού θα έρθει αργότερα. Μας δείχνει τα δωμάτια. Μας ρωτάει αν θα φάμε το βράδυ στο σπίτι και αρχίζει να μας ετοιμάζει το φαγητό. Είναι η πρώτη φορά που αισθάνομαι ότι δεν την καταλαβαίνω καθόλου στα Ισπανικά και μάλλον δεν με καταλαβαίνει και αυτή.
Το βράδυ, αφού φάγαμε, εμφανίστηκε ο κύριος που έχει το σπίτι. Να κι ένας κανονικός φιλοδυτικός. Αμερικανοφέρνει, μιλάει αγγλικά της κακιάς ώρας, αλλά παρ’ ότι εγώ προσπαθώ να του μιλήσω Ισπανικά, μου απαντάει στα αγγλικά. Πρώτη φορά δυσκολεύομαι να καταλάβω και αγγλικά. Το παρουσιαστικό του είναι στυλ Κότζακ, πιο εύσωμος όμως. Μας λέει ότι θα γράψει στα βιβλία μόνο τους 2 από τους 4, ότι έχει πολύ control από την policia, γιατί εδώ είναι comunismo, όταν θα είμαστε στο σπίτι και λείπει εκείνος δεν θ’ ανοίγουμε σε κανέναν, στο πανηγύρι να μην πάρουμε ούτε διαβατήρια, ούτε λεφτά, μόνο 20 δολάρια, υπάρχει πολλή μαφία, να μην τραβάμε την προσοχή, ούτε φωτογραφικές μηχανές, ούτε κάμερες μαζί μας, για να μην δείχνουμε τουρίστες και να μην ανακατευτούμε με τον πολύ κόσμο. Ότι τύχει να τον πάρουμε αμέσως τηλέφωνο και θα καλέσει εκείνος την αστυνομία, ή να τρέξουμε γρήγορα και να γυρίσουμε στο σπίτι. Αν μας σταματήσει η αστυνομία, να τον πάρουμε αμέσως τηλέφωνο και να πούμε ότι τα διαβατήρια τα έχουμε στο σπίτι. Την ημέρα δεν υπάρχει πρόβλημα, αλλά το βράδυ και ειδικά στο καρναβάλι θέλει πολύ προσοχή. Βέβαια, αυτό με το καρναβάλι μας το είχε πει και ο Alberto, ότι θέλει προσοχή και να μην ανακατεύεσαι με τον πολύ κόσμο, αλλά όπως τα παρουσιάζει αυτός εδώ, με το αμερικανικό παρουσιαστικό (όπου μας έχει δείξει και το τζιπ του που το έχει φέρει από την Αμερική και που έχει λέει μεγάλο πρόβλημα με αυτό), από κει που έχουμε έρθει ξεψάρωτοι, αρχίζουμε να τρομοκρατούμαστε. Αν είστε ήσυχοι μας λέει, κανένα πρόβλημα και όταν γυρίζουμε το βράδυ, να του χτυπάμε την πόρτα για να ξέρει ότι ήρθαμε και να μην ανησυχεί. Στο τέλος σκύβει ψιθυριστά και με ρωτάει αν το κοριτσάκι μαγείρεψε καλά το φαγητό και φυσικά του απαντάω ότι ήταν πολύ ωραίο, παρ’ ότι ως τώρα ήταν μέτριο, όχι από την άποψη του μαγειρέματος, αλλά από την άποψη των παροχών, πάντα σε σχέση με τα’ άλλα σπίτια που μείναμε.
Μετά βγήκαμε στο πανηγύρι, αρκετά φοβισμένοι θα έλεγα, όλοι εκτός του Βαγγέλη, ο οποίος άρχισε να κυκλοφορεί μέσα στον κόσμο κανονικά και όταν μας είδε αρκετά σφιγμένους μας λέει «έλα μωρέ τι πάθατε και ξαφνικά φοβάστε τους Κουβανούς, με τον καθένα που λέει κάτι». Αυτό ομολογώ ότι εμένα με χαλάρωσε και μπόρεσα ν’ απολαύσω λίγο το καρναβάλι, που γι’ αυτούς σημαίνει διασκέδαση όλου του κόσμου, πανηγύρι κανονικό σαν τα δικά μας. Μπύρα χύμα στους δρόμους, χυμοί, φαγητό γουρουνόπουλο ψητό σε σάντουιτς. Αυτοί που το πουλούν είναι με στολή μάγειρα και γάντια για να το πιάνουν, όχι όλοι βέβαια.
Κάποιος ακόνιζε το μαχαίρι που θα έκοβε το γουρουνόπουλο στο πεζοδρόμιο!
Καπέλα, δέρματα, ξύλινα πουλιούνται στο δρόμο. Ειδικοί χώροι με ποδήλατα και κλόουν και μικρά λούνα πάρκ με αυτοκινητάκια και τρενάκια για τα πιτσιρίκια, που το ένα είναι πιο όμορφο από το άλλο και φυσικά εξέδρες παντού, με cd μουσική και μετά τις 10.00μ.μ. ζωντανή. Στο δρόμο μικροί, νέοι, μεγάλοι, οικογένειες χορεύουν και διασκεδάζουν μέχρι το πρωί.
Εμάς πέρα από τα περίεργα βλέμματα, γιατί αλήθεια δεν βλέπουμε και άλλους τουρίστες γύρω μας, δεν μας ενοχλεί κανείς, ούτε μας πλησιάζει, κοινώς δεν μας δίνουν σημασία.
Ένα εκπληκτικό ζευγάρι παππούδων χορεύει μια salsa υπέροχη, όπου οι πιο νέοι, σε αντοχή δεν τους φτάνουν.
Στην εξέδρα ανεβαίνει μια νεαρή από το πλήθος και μια πιο μεγάλη, πολύ παχουλή, που τις ανέβασαν για να «διαγωνιστούν» σε φιγούρες της salsa. Η νέα είναι πολύ καλή, αλλά όταν άρχισε να χορεύει η χοντρούλα, η ευκινησία της και τα κόλπα που έκανε ήταν το κάτι άλλο. Ο κόσμος αρχίζει να την επευφημεί και τελικά ανακηρύσσεται αυτή, η mulata de carnaval. Γυρίζουμε στο σπίτι κατάκοποι από την ορθοστασία και πέφτουμε ξεροί για ύπνο.